μελαλεύκη

μελαλεύκη
και μελανολεύκη και μελαλεύκα και μελανολεύκα, η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων αειθαλών θάμνων ή μικρών δένδρων τής οικογένειας μυρτίδες με περισσότερα από εκατό είδη τής νότιας Ασίας και τής Ωκεανίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”